- λαρυγγοτραχειίτιδα
- ηη ταυτόχρονη φλεγμονή τού λάρυγγα και τής τραχείας.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. laryngo-tracheite. Η λ., στον λόγιο τ. λαρυγγοτραχειῗτις, μαρτυρείται από το 1876 στον Θεόδωρο Αφεντούλη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.